Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τις διάφορες μορφές συμβολικού λόγου, μέσα από την αφήγηση μύθων και ιστοριών, ως έναν τρόπο για να δώσουν νόημα στον κόσμο τους. Οι ιστορίες πέρασαν από τη μια γενιά στην άλλη, μαρτυρώντας την γνώση, παρέχοντας το απόσταγμα της σοφίας κάθε ηλικίας, κάθε γενιάς και εποχής. Κατά την αφήγηση ιστοριών, ακροατές και αφηγητές συμμετείχαν σε μια κοινή εμπειρία που τους συνέδεε με την οικογένεια, την φυλή, το έθνος, και τους οδηγούσε, μέσα από το παρελθόν και το παρόν, προς το μέλλον (Gersie & King, 1992). Η αφήγηση παραμυθιών, μύθων και ιστοριών συνιστούσε, σε παλαιότερα κοινωνικά πλαίσια, ένα είδος προφορικής ψυχαγωγίας των ενηλίκων, καθώς λέγονταν από μεγάλους για μεγάλους. Εκτός από τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα, η διήγηση παραμυθιών, μύθων και ιστοριών κατείχε έναν μυητικό χαρακτήρα και συνέβαλε στην διατήρηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, στην οικοδόμηση συλλογικής μνήμης και στην ενίσχυση της αίσθησης του ανήκειν.
Αυτά τα αφηγηματικά μέσα, συνιστούσαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής εμπειρίας, βοηθώντας τα άτομα να επικοινωνούν μεταξύ τους και να οργανώνουν τις εμπειρίες τους, ατομικές και κοινωνικές, σε νοητικές αναπαραστάσεις, μέσω της χρήσης του συμβολικού λόγου. Οι ιστορίες, οι μύθοι και τα παραμύθια ήταν στενά συνδεδεμένα με τα ήθη, τα πιστεύω και τις τελετουργίες της κάθε φυλής ή κοινότητας. Ανάμεσα στις διάφορες μορφές συμβολικού λόγου, το παραμύθι κατέχει μια σημαντική θέση που επιτελεί λειτουργίες σε πολλά επίπεδα ακόμα και μέχρι τις ημέρες μας. Στα παραμύθια εμπεριέχονται μερικές από τις ωραιότερες παραδόσεις της ανθρωπότητας, που μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο, μέσω του προφορικού λόγου, μέσα από την τέχνη της αφήγησης.
Μιλώντας για το παραμύθι αναφερόμαστε σε μια εφήμερη δράση της κοινότητας που στηρίζεται στην αναδημιουργία, χαρακτηρίζεται από μια ασυνείδητη δομή, εκφράζει συλλογικές αναπαραστάσεις, αποτελεί κοινή ιδιοκτησία όλων και επιβιώνει μέσα από την διάδοση (Προύσαλης, 2010). Ο λόγος του παραμυθιού, όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία του στην ελληνική γλώσσα (παρά και μύθος, παραμυθούμαι), κατάφερε να δώσει θάρρος, να παροτρύνει, να παρηγορήσει, να συμβουλεύσει και να υποστηρίξει τους ανθρώπους, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης τους ιστορίας τους.
Αν και γνωρίζουμε ότι τα κλασσικά παραμύθια προέκυψαν από προφορικές λαϊκές παραδόσεις που προϋπήρχαν για χιλιάδες χρόνια, είναι δύσκολο να προσεγγιστεί, με χρονολογική ακρίβεια, το πότε αποτυπώθηκε σε γραπτό λόγο το πρώτο παραμύθι. Τις αρχαιότερες γραπτές ιστορίες τις βρίσκουμε στην Ανατολή, στα Ινδικά Πανχατάντρα (Τα Πέντε βιβλία), μια συλλογή σανσκριτικών παραμυθιών που χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των Ινδών αριστοκρατών, στους βουδιστικούς θρύλους Πατάκα και στους περσικούς μύθους Νεράιδες και τζίνια (Cooper, 2007). Ως πρώτο γραπτό παραμύθι, στην λογοτεχνία, συναντάται το Έρως και Ψυχή, στο μυθιστόρημα του Απουλήιου, Μεταμορφώσεις, το 161 μ.Χ. Στην Ευρώπη, το έργο του Straparola, Ευχάριστες Νύχτες (Noti piacevoli) που τυπώθηκε το 1550 στην Βενετία, θεωρείται ως η παλαιότερη πεζή συλλογή παραμυθιών. Έναν αιώνα αργότερα, το 1634, ο Giambattista Basile, ως πρώτος συγγραφέας παραμυθιών, δημοσιεύει το Πενταήμερο που θεωρείται ίσως η καλύτερη συλλογή παραμυθιών. Ιστορίες από την συλλογή αυτή μεταφράστηκαν στην Γαλλία, από το Περώ (1560-76), και δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο Ιστορίες των ξωτικών. Η δημοφιλής αυτή συλλογή καθιέρωσε το παραμύθι στην Ευρώπη(Cooper, 2007) με τον τίτλο που είναι γνωστό μέχρι σήμερα στις αγγλόφωνες χώρες (Fairy tales). Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι Wilhelm και Jacob Grimm συνέλεξαν ιστορίες από διάφορους αφηγητές-παραμυθάδες και, θέλοντας να διαφυλάξουν την Γερμανική παράδοση, τις επαναδιατύπωσαν, εκδίδοντας το Children’s and Household Tales, έκδοση με την οποία το κοινό των παραμυθιών μετατοπίζεται από τους ενήλικες στα παιδιά.
Αν και ιδιαίτερα δημοφιλή στον κόσμο των παιδιών, τα παραμύθια καταφέρουν να ελκύουν όχι μόνο τον παιδικό ψυχισμό αλλά και τους ενήλικες, καθώς διέπονται από πλούτο μηνυμάτων και από διάφορα επίπεδα ερμηνείας. Αυτή η πλούσια συμβολική γλώσσα των παραμυθιών και η πολυδιάστατη ερμηνεία έχει θέσει τα παραμύθια, κατά καιρούς, ως αντικείμενο μελέτης διαφόρων ανθρωπιστικών επιστημών. Η λαϊκή λογοτεχνία του παρελθόντος, που απευθυνόταν σε ενήλικες, αποτελεί σήμερα μια δομική βάση της παιδικής λογοτεχνίας. Παρά την αυξημένη πρόοδο της τεχνολογικά λόγιας κοινωνίας, η λαϊκή παράδοση των παραμυθιών κατέχει μια σημαντική θέση στην κουλτούρα της δυτικής κοινωνίας. Καθώς οι μύθοι, οι θρύλοι, οι ιστορίες και τα λαϊκά παραμύθια βοήθησαν στην διαμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι ίδιες ιστορίες, σήμερα, συνιστούν στοιχεία πλούσιας αξιοποίησης μέσα στην τάξη διδασκαλίας (Mello, 2001).